lúteo - ορισμός. Τι είναι το lúteo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι lúteo - ορισμός


Corpo lúteo         
O corpo-lúteo (do latim corpus luteum: corpo amarelo) é uma estrutura endócrina temporária em mamíferos fêmea, envolvida na produção principalmente de progesterona mas também de quantidades moderadas de estradiol e inibinas A.
lúteo      
adj. ( -sXX )
1 de tom amarelado, esp. o amarelo alaranjado ou avermelhado do corpo-lúteo
2 p.ext. que perdeu a cor; lívido
quando passou mal, seu rosto ficou l.
-etim lat. lùteus,a,um 'amarelo alaranjado; pele lívida', der. de lùtum,i 'lírio dos tintureiros'; 'cor amarela'; ver lute(i)-
lúteo      
adj (lat luteu) Designativo de cada um de vários matizes de amarelo, que variam de amarelo-claro a amarelo-esverdeado
Corpo l., Biol: massa no ovário, formada pelo folículo de Graaf após este amadurecer e expelir o óvulo; também chamado corpo amarelo.
elem comp (lat luteu) Encerra a idéia de amarelo: luteína, lutina.